Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Μικρασιατική προσφυγιά

Εκτός από τους αριθμούς και τις ...Πανελλαδικές εξετάσεις,
υπάρχουν και οι άνθρωποι που έζησαν και υπέφεραν. 
Ας μην ξεχνάμε ό,τι έγινε.
Ας μη μένουμε μόνο στην επιφάνεια των γεγονότων.
Το παρακάτω απόσπασμα "Της μηχανής του Χρόνου" συντηρεί τη μνήμη.
Δείτε το:



Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Ενδεικτικές απαντήσεις Διαγωνίσματος


Ενδεικτικές Απαντήσεις στο Πρόχειρο Διαγώνισμα
[και των δυο τμημάτων]


1η Ερώτηση
Γ_θεωρητική_1
Ορεινοί:    Παράταξη στο πλαίσιο της Εθνοσυνέλευσης του 1862-1864. Απαρτίστηκε από διάφορες ομάδες (υπό τον Δ. Γρίβα και τον Κων. Κανάρη) με κοινό στόχο την αντίσταση στην πολιτική των πεδινών. Βρήκαν υποστηρικτές μεταξύ των μικροκαλλιεργητών, των κτηνοτρόφων, των εμπόρων και των πλοιοκτητών. Ο λαός συμμετείχε ενεργά στη συγκρότηση αυτής της παράταξης, όπως και της αντιπάλου, των πεδινών. [σελ. 77]

Ανόρθωση:    Το γενικό σύνθημα του Κινήματος στο Γουδί, αλλά και των ανεξάρτητων υποψηφίων, οι οποίοι είτε κατά μόνας είτε μαζί με άλλους, σε ανεξάρτητα ψηφοδέλτια, διεκδικούσαν τις ψήφους των δυσαρεστημένων με τα παλαιά κόμματα εκλογέων. Ανάλογα με την περιοχή που ήταν υποψήφιοι και τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνονταν, εννοούσαν είτε την υλοποίηση των αιτημάτων των συντεχνιών, όπως εκφράστηκαν στα συλλαλητήρια του 1909, είτε την επίλυση του αγροτικού ζητήματος, με την παροχή γης στους ακτήμονες. [σελ. 89]

Λαϊκό Κόμμα:    Πολιτικό κόμμα με αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, που ιδρύθηκε στα μέσα του 1910 από τους Κοινωνιολόγους. Βασικές προγραμματικές δηλώσεις του ήταν η αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος και η επιβολή αρχών κοινωνικής δικαιοσύνης. Στις δεύτερες εκλογές του 1910 εξελέγησαν 7 υποψήφιοι του κόμματος, οι οποίοι παρείχαν κριτική υποστήριξη στους Φιλελευθέρους. [σελ. 93]

Γ_θεωρητική_2
Εκλεκτικοί:    Πολιτικός σχηματισμός στο πλαίσιο της Εθνοσυνέλευσης 1862-1864. Ήταν μια ετερόκλητη παράταξη εξεχόντων πολιτικών, λογίων και αξιωματικών, με μετριοπαθείς θέσεις, η οποία προσπαθούσε να μεσολαβεί μεταξύ των άλλων παρατάξεων και να υποστηρίζει σταθερές κυβερνήσεις.[σελ. 77]

Κοινωνιολογική Εταιρεία:    Ήταν η σοβαρότερη από όλες τις ομάδες με σοσιαλιστικές ιδέες της περιόδου 1909-1910 (συνήθως ξένες προς την κοινωνική βάση στην οποία ήθελαν να απευθυνθούν, και αντιμετώπιζαν δυσκολίες συνεννόησης και κομματικής συσπείρωσης). Ξεκίνησε από μερικούς διανοούμενους ως αριστερός μεταρρυθμιστικός σύνδεσμος, με στόχο να προπαγανδίσει πολιτικές θέσεις και στη συνέχεια να ιδρύσει κόμμα. Επιζητούσε για όλα τα μέλη της κοινωνίας ισότητα ευκαιριών, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και διανομή των αγαθών ανάλογα με τις ανάγκες καθενός, πράγμα που θα μπορούσε να υλοποιηθεί με τη σταδιακή αναμόρφωση της οικονομίας και τη συνταγματική μεταβολή.    [σελ. 93]

Στρατιωτικός Σύνδεσμος:    Μυστική ένωση στρατιωτικών, με αιτήματα που αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική. Οργάνωσε το κίνημα στο Γουδί στις 15 Αυγούστου 1909 και δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά προώθησε τα αιτήματά του μέσω της Βουλής. Στις 15 Μαρτίου 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του. [σελ. 86-88]


2η Ερώτηση

Γ_θεωρητική_1
Η ψήφιση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875 (μια ιδέα που ανήκε στον Χαρίλαο Τρικούπη) στερούσε από τα κόμματα μειοψηφίας τη δυνατότητα να σχηματίζουν κυβέρνηση, τα ωθούσε σε συνένωση με τα μεγάλα και είχε ως αποτέλεσμα σταθερότερες κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Ο βασιλιάς, υπό την πίεση της αντιπολίτευσης και του επαναστατικού αναβρασμού του λαού, υιοθέτησε τελικά την άποψη του Τρικούπη, η οποία αποτελεί τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, καθώς οδήγησε σε μεταβολή του πολιτικού τοπίου. [σελ. 79]

Γ_θεωρητική_2
Το εκλογικό σύστημα δεν επέβαλλε να ψηφίζει κανείς ένα μόνο κόμμα, αλλά έδινε τη δυνατότητα να ψηφίζονται όλοι οι υποψήφιοι θετικά ή αρνητικά. Επίσης, ένας εκλογέας μπορούσε να ψηφίσει θετικά κάποιον υποψήφιο στον οποίο είχε υποχρέωση, παράλληλα όμως μπορούσε να δώσει θετική ψήφο και σε κάποιον άλλο τον οποίο θεωρούσε ικανό Μολαταύτα, και ιδιαίτερα μετά το 1882, όλο και συχνότερα παρουσιάζεται το φαινόμενο οι εκλογείς να ψηφίζουν με κομματικά κριτήρια και να περιορίζεται η συνήθεια να ψηφίζονται θετικά και πολιτικοί άλλων κομμάτων. Κατά τη δεκαετία του 1890 οι εκλογείς συνήθιζαν να ψηφίζουν πολιτικούς με επιρροή, μόνο εφόσον είχαν δηλώσει με σαφήνεια την κομματική τους τοποθέτηση. Ακόμα και η εκλογή ανεξάρτητων τοπικών προσωπικοτήτων άρχισε να περιορίζεται. Το 1879 π.χ. υπήρχαν στις εκλογές 24 τοπικά ψηφοδέλτια, ενώ το 1885 μόνο 4. Έτσι παρουσιαζόταν και το φαινόμενο να περιλαμβάνονται σε κομματικά ψηφοδέλτια ανεξάρτητοι υποψήφιοι, για να έχουν πιθανότητες επιτυχίας στις εκλογές. Δηλαδή ο ρόλος των κομμάτων ενισχύθηκε, απέκτησαν κύρος στη δημόσια ζωή. [σελ. 82-83]

3η Ερώτηση

Ι. Η απαραίτητη «ιστορική γνώση» που παρέχει το βιβλίο (στα χρονικά πλαίσια της μιας διδακτικής ώρας θα έπρεπε να παρουσιαστούν οι πληροφορίες που καταγράφονται με έντονα γράμματα):

Το τρικουπικό κόμμα ήδη από το 1875 παρουσίασε ένα συστηματικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της χώρας, αρκετά κοντά στις αντιλήψεις του Κουμουνδούρου, το οποίο προέβλεπε:
  • συγκρότηση κράτους δικαίου
  • εξορθολογισμό της διοίκησης, κυρίως με τον καθορισμό των προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να περιοριστεί η ευνοιοκρατία
Μέχρι τη δεκαετία του 1870 το κράτος αποτελούσε τον κύριο εργοδότη, που εξασφάλιζε θέσεις εργασίας στο δημόσιο και δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης, εφόσον στους ανώτατους λειτουργούς του εξασφάλιζε εισόδημα που σχεδόν ξεπερνούσε το εισόδημα όλων των άλλων μελών της κοινωνίας. Μεγάλος αριθμός ανθρώπων απευθύνονταν στο κράτος για την κατοχή μιας θέσης στο δημόσιο. Με τις νέες συνθήκες που προέκυψαν από τον εκχρηματισμό της οικονομίας δημιουργήθηκαν κοινωνικά στρώματα τα οποία δεν ζητούσαν διορισμό αλλά τη λήψη μέτρων που θα ευνοούσαν την προώθηση των συμφερόντων τους. Φορέας των αιτημάτων αυτών ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης.
Ο Τρικούπης θεωρούσε το κράτος ως μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης και επιδίωκε τον εκσυγχρονισμό με κάθε κόστος, ενώ ο Δηλιγιάννης προέβαλλε το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, με τη μείωση των φόρων και την παροχή ευκαιριών στους προστατευομένους του για κατάληψη δημοσίων θέσεων [σελ. 80, 81]
και
«…Πατρωνία, με τη μορφή διορισμών, μεταθέσεων, δανείων κλπ. Και η συστηματική διαφθορά μέσω του διοικητικού μηχανισμού, αποτελούσαν συχνό φαινόμενο (κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα)» [σελ. 84]

ΙΙ. Υλικό που «παρουσιάζει» η πηγή:
Η πηγή παρουσιάζει μια κατάσταση «θίγοντας» θέματα δημόσιας ασφάλειας και εύρυθμης λειτουργίας του κράτους (οι μισθωτοί υπάλληλοι εκβιάζονταν από τους ταμίες, ληστές «κατακρατούσαν» τις χρηματαποστολές, προφασίζονταν έλλειψη ρευστού, αρνούνταν να τους καταβάλουν τους μισθού, οργανωμένους τοκογλύφους κλπ.).
Τα συμπεράσματα είναι σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και με τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Η εξάρτηση των υπαλλήλων από τους βουλευτές και το κόμμα ήταν αναγκαία για να διατηρήσουν τη θέση τους. Οι εκλογές ήταν συχνές, άρα και επισφαλής η «κατοχή» μιας δημόσιας θέσης. Η κατάσταση οξυνόταν περισσότερο από την αδυναμία του κράτους να περιορίσει τις παρανομίες κρατικών υπαλλήλων.
Την κατάσταση αυτή προσπάθησε να ανατρέψει το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του Χ. Τρικούπη….

Μια ενδεικτική απάντηση από γραπτό μαθήτριας της τάξης, που απάντησε στην ερώτηση (πιστεύω) με πληρότητα, μέσα στο δεδομένο χρονικό διάστημα της μιας διδακτικής ώρας. ΜΠΡΑΒΟ της.

Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τα πολιτικά κόμματα ήταν πιο ισχυρά στην Ελλάδα απ’ ότι στο παρελθόν, καθώς μπορούσαν πλέον να επιβιώσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Βέβαια, όπως και παλιότερα η λειτουργία τους επηρέαζε άμεσα και τη λειτουργία του κράτους.  
Η οργάνωση των κομμάτων ήταν εμφανής μόνο στο επίπεδο της ηγεσίας. Μετά τον αρχηγό του κόμματος τη σημαντικότερη θέση κατείχαν οι βουλευτές της κοινοβουλευτικής ομάδας. Αυτό συνέβαινε γιατί λόγω της μεγάλης πλειοψηφίας που χρειαζόταν η Βουλή για να έχει απαρτία και να παίρνει αποφάσεις, οι βουλευτές μπορούσαν με την απουσία τους ή την απειλή της ν’ ασκήσουν πίεση στην ηγεσία του κόμματος. Έτσι, αυτή δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί στους βουλευτές την ικανοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων για διορισμούς ή για ευνοϊκές ρυθμίσεις υπέρ των εκλογικών περιφερειών τους.
Σε αντίθεση βέβαια με την εποχή του Όθωνα και του Βούλγαρη, οι κυβερνήσεις δε χρησιμοποιούσαν συστηματικά μεθόδους εξαναγκασμού. Αυτές οι πρακτικές γίνονταν ακόμα από κάποιους δημόσιους υπαλλήλους ή φανατικούς οπαδούς στα χωριά. Σπάνια ακούγονταν κατηγορίες για εξαγορά ψήφων. Όμως, η πατρωνία των κομμάτων μέσω διορισμών, δανείων και μεταθέσεων και συστηματική διαφθορά μέσω του διοικητικού μηχανισμού, αποτελούσε συχνό φαινόμενο.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται και στο παράθεμα, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι δικαστικοί έγιναν μόνιμοι το 1911, με αποτέλεσμα σ’ όλο το προηγούμενο διάστημα να αποτελούν έρμαια των συμφερόντων και της δυσαρέσκειας των κατά τόπους βουλευτών. Αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο οριστικής απόλυσης και αδικαιολόγητης μετάθεσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα οι μισθοί τους παρακρατούνταν με την πρόφαση της έλλειψης ρευστού. Έτσι, οι μισθωτοί αναγκάζονταν να πάρουν δάνειο με υψηλό τόκο από τοκογλύφους και να βάλουν σε υποθήκη τα μελλοντικά τους χρήματα.
Εξαιτίας των παραπάνω φαινομένων και της άμεσης εξάρτησης των εκπροσώπων της εξουσίας από τις διαθέσεις των βουλευτών, το κυρίαρχο πολιτικό πρόσωπο της εποχής , ο Χαρίλαος Τρικούπης, αποφάσισε να συμπεριλάβει σχετικές ρυθμίσεις στο πρόγραμμά του. Έτσι το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα στόχευε σε συγκρότηση κράτους δικαίου και στον εξορθολογισμό της διοίκησης, κυρίως με τον καθορισμό των προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να περιοριστεί η ευνοιοκρατία. Επίσης με τον εκχρηματισμό της οικονομίας ο Τρικούπης συνέβαλε στη δημιουργία κοινωνικών ομάδων που δε ζητούσαν διορισμούς αλλά προώθηση των συμφερόντων τους.
Μ’ αυτές, λοιπόν, τις ρυθμίσεις ο Τρικούπης προσπάθησε να μειώσει τη στενή σχέση κομμάτων και κράτους,  που πολλές φορές παρεμπόδιζε τη εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού συστήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μερική ανακούφιση των μισθωτών, ιδίως του δημόσιου τομέα, η οποία έγινε μεγαλύτερη με τη θέσπιση της μονιμότητας των δικαστικών και των δημοσίων υπαλλήλων από τον Βενιζέλο το 1911.